ὑπερβασίῃ

ὑπερβασίῃ
ὑπερβασία
passover
fem dat sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὑπερβασίη — ὑπερβασία passover fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερβασία — η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α [ὑπερβατός] η καθ ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου μσν. αρχ. (στους Εβραίους) η γιορτή τού Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”